απενταρία

απενταρία
η
ολοκληρωτική έλλειψη χρημάτων, αψιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απένταρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • αδεκαρία — η [αδέκαρος] απόλυτη έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία, φτώχεια …   Dictionary of Greek

  • αναπαραδιά — η έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + παράδες, πληθ. τού παράς] …   Dictionary of Greek

  • αναπαραδιά — η (στερητ. ανά + τουρκ. λ. παράδες), τέλεια έλλειψη χρημάτων, απενταρία: Τον τελευταίο καιρό με δέρνει μεγάλη αναπαραδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απένταρος — η, ο αυτός που στερείται εντελώς από χρήματα: Τη μέρα εκείνη έτυχε να είμαι απένταρος. Ουσ. η απενταρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψιλία — η τέλεια έλλειψη χρημάτων, απενταρία, αδεκαρία: Εκείνο τον καιρό είχε μεγάλες αψιλίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”